πεντάστηλος

πεντάστηλος
-η, -ο
(για γραπτό κείμενο) αυτός που αποτελείται από πέντε στήλες («πεντάστηλο άρθρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + στήλη (πρβλ. τετρά-στηλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”